τροχείο

τροχείο
το / τροχεῑον, ΝΜΑ [τροχός]
νεοελλ.
τεχνολ. α) εργαστήριο τρόχισης κοπτικών εργαλείων και σκευών με λειαντικό τροχό
β) συνεκδ. μηχανή με την οποία εκτελείται η κατεργασία τής τρόχισης
αρχ.
(με υποκορ. σημ.) μικρός τροχός, τροχίσκος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τροχείο — το τροχιστήριο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αεροτροχός — ο τεχνολ. τροχείο που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα. Περιλαμβάνει έναν σμυριδοτροχό, που παίρνει κίνηση από έναν αεροκινητήρα …   Dictionary of Greek

  • τροχιστήριο — και τροχιστήρι, το, Ν 1. τροχείο 2. (ο τ. τροχιστήρι) η λίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχίζω + κατάλ. τήρι(ο)*] …   Dictionary of Greek

  • τροχιστήριο — το το εργαστήριο του τροχιστή, το τροχείο, το ακονιστήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”